κολαριστός

κολαριστός
-ή, -ό [κολαρίζω]
(για υφάσματα)
1. αυτός που έχει κολαριστεί, που έχει βυθιστεί σε άμυλο για να γίνει σκληρότερος
2. (για πρόσ.) αυτός που φορά ρούχα καλοσιδερωμένα
3. (για κρασί) αυτός που έχει γίνει διαυγής με άμυλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακολάριστος — η, ο αυτός που δεν έχει κολαριστεί, δεν έχει περαστεί με κόλλα πριν από το σιδέρωμα (για υφάσματα και ενδύματα). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κολαριστός < κολαρίζω] …   Dictionary of Greek

  • κολλαριστός — ή, ό βλ. κολαριστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”