- κολαριστός
- -ή, -ό [κολαρίζω](για υφάσματα)1. αυτός που έχει κολαριστεί, που έχει βυθιστεί σε άμυλο για να γίνει σκληρότερος2. (για πρόσ.) αυτός που φορά ρούχα καλοσιδερωμένα3. (για κρασί) αυτός που έχει γίνει διαυγής με άμυλο.
Dictionary of Greek. 2013.